- σαυλοῦσθαι
- σαυλόομαιswaggerpres inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαυλούμαι — όομαι, Α [σαῡλος] 1. περπατώ και, γενικά, συμπεριφέρομαι με θηλυπρέπεια, ακκίζομαι 2. χορεύω επιτηδευμένα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαυλοῡσθαι. τρυφᾱν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι» … Dictionary of Greek